Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmasso]

το κοτρόνι, ο βράχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mass media massone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massimizzazione (θηλ.ουσ)
massimo (ουσ αρσ )
massimo (επίθ.)
massivo (επίθ.)
mass media (ουσ αρσ πληθ.)
masso (ουσ αρσ )
massone (ουσ αρσ )
massoneria (θηλ.ουσ)
massonico (επίθ.)
mastaba (θηλ.ουσ)
mastalgia (θηλ.ουσ)
mastectomia (θηλ.ουσ)
mastello (ουσ αρσ )
masterizzare (ρ. μτβ.)
masterizzatore (ουσ αρσ )
masticabile (επίθ.)
masticabilità (θηλ.ουσ)
masticamento (ουσ αρσ )
masticare (ρ. μτβ.)
masticato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---