Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mastèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [masˈtɛllo]

1 λεκάνη
2 μαστέλο
3 κάδος
4 κουβάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mastectomia masterizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massoneria (θηλ.ουσ)
massonico (επίθ.)
mastaba (θηλ.ουσ)
mastalgia (θηλ.ουσ)
mastectomia (θηλ.ουσ)
mastello (ουσ αρσ )
masterizzare (ρ. μτβ.)
masterizzatore (ουσ αρσ )
masticabile (επίθ.)
masticabilità (θηλ.ουσ)
masticamento (ουσ αρσ )
masticare (ρ. μτβ.)
masticato (επίθ.)
masticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
masticatorio (ουσ αρσ )
masticatorio (επίθ.)
masticatura (θηλ.ουσ)
masticazione (θηλ.ουσ)
mastice (ουσ αρσ )
mastino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---