Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


massonerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [massoneˈria]

1 τεκτονισμός
2 φραμασονία
3 μασονία
4 ελευθεροτεκτονισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massone massonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massimo (επίθ.)
massivo (επίθ.)
mass media (ουσ αρσ πληθ.)
masso (ουσ αρσ )
massone (ουσ αρσ )
massoneria (θηλ.ουσ)
massonico (επίθ.)
mastaba (θηλ.ουσ)
mastalgia (θηλ.ουσ)
mastectomia (θηλ.ουσ)
mastello (ουσ αρσ )
masterizzare (ρ. μτβ.)
masterizzatore (ουσ αρσ )
masticabile (επίθ.)
masticabilità (θηλ.ουσ)
masticamento (ουσ αρσ )
masticare (ρ. μτβ.)
masticato (επίθ.)
masticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
masticatorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---