Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màssima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmassima]

1 αρχή γενικής ισχύος
2 αρχή
3 μέγιστη θερμοκρασία
4 τύπος
5 πρότυπο
6 νόρμα
7 κανόνας
8 αφορισμός
9 παροιμία
10 γνωμικό
11 απόφθεγμα
12 ρητό
13 ρήση
14 σύντομο σύνθημα
15 μότο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massificazione massimale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massicciata (θηλ.ουσ)
massiccio (ουσ αρσ )
massiccio (επίθ.)
massificare (ρ. μτβ.)
massificazione (θηλ.ουσ)
massima (θηλ.ουσ)
massimale (ουσ αρσ )
massimale (επίθ.)
massimalismo (ουσ αρσ )
massimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
massimalistico (επίθ.)
massimamente (επίρ.)
massimario (ουσ αρσ )
massime (επίρ.)
massimizzare (ρ. μτβ.)
massimizzazione (θηλ.ουσ)
massimo (ουσ αρσ )
massimo (επίθ.)
massivo (επίθ.)
mass media (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---