ItalianoGreco


màssima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmassima]

1 αρχή γενικής ισχύος
2 αρχή
3 μέγιστη θερμοκρασία
4 τύπος
5 πρότυπο
6 νόρμα
7 κανόνας
8 αφορισμός
9 παροιμία
10 γνωμικό
11 απόφθεγμα
12 ρητό
13 ρήση
14 σύντομο σύνθημα
15 μότο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---