Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


massimalìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [massimaˈlista]

Μαξιμαλιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massimalismo massimalistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massificazione (θηλ.ουσ)
massima (θηλ.ουσ)
massimale (ουσ αρσ )
massimale (επίθ.)
massimalismo (ουσ αρσ )
massimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
massimalistico (επίθ.)
massimamente (επίρ.)
massimario (ουσ αρσ )
massime (επίρ.)
massimizzare (ρ. μτβ.)
massimizzazione (θηλ.ουσ)
massimo (ουσ αρσ )
massimo (επίθ.)
massivo (επίθ.)
mass media (ουσ αρσ πληθ.)
masso (ουσ αρσ )
massone (ουσ αρσ )
massoneria (θηλ.ουσ)
massonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---