Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


massimàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [massiˈmale]

1 όριο
2 μέγιστος ρυθμός
3 μέγιστο όριο
4 οροφή
5 πλαφόν

massimàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [massiˈmale]

1 πλήρης
2 μέγιστος
3 ανώτατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massima massimalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massiccio (ουσ αρσ )
massiccio (επίθ.)
massificare (ρ. μτβ.)
massificazione (θηλ.ουσ)
massima (θηλ.ουσ)
massimale (ουσ αρσ )
massimale (επίθ.)
massimalismo (ουσ αρσ )
massimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
massimalistico (επίθ.)
massimamente (επίρ.)
massimario (ουσ αρσ )
massime (επίρ.)
massimizzare (ρ. μτβ.)
massimizzazione (θηλ.ουσ)
massimo (ουσ αρσ )
massimo (επίθ.)
massivo (επίθ.)
mass media (ουσ αρσ πληθ.)
masso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---