ItalianoGreco


massimàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [massiˈmale]

1 όριο
2 μέγιστος ρυθμός
3 μέγιστο όριο
4 οροφή
5 πλαφόν

massimàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [massiˈmale]

1 πλήρης
2 μέγιστος
3 ανώτατος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---