Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmassèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [masˈsɛllo] 1 σωρός πέτρες 2 χελώνα (μετάλλου) 3 σωρός 4 ξυλώδες παρέγχυμα 5 εσωτερικό τμήμα ξύλου 6 σώφλουδα 7 στομφό (ξύλο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |