Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


massàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [masˈsadʤo]

το μασάζ, η εντρβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massaggiatrice massaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

massacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
massacro (ουσ αρσ )
massaggiare (ρ. μτβ.)
massaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
massaggiatrice (θηλ.ουσ)
massaggio (ουσ αρσ )
massaia (θηλ.ουσ)
massaio (ουσ αρσ )
massellare (ρ. μτβ.)
massellatura (θηλ.ουσ)
massello (ουσ αρσ )
masseria (θηλ.ουσ)
masserizia (θηλ.ουσ)
massetere (αρσ. επίθ και ουσ)
masseur (ουσ αρσ )
massicciare (ρ. μτβ.)
massicciata (θηλ.ουσ)
massiccio (ουσ αρσ )
massiccio (επίθ.)
massificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---