Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmassa]

1 η μάζα
2 (blocco) ο όγκος
3 (mucchio) ο σωρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  masonite massacrante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di massa = μαζικός [-ή, -ό]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maso (ουσ αρσ )
masochismo (ουσ αρσ )
masochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
masochistico (επίθ.)
masonite (θηλ.ουσ)
massa (θηλ.ουσ)
massacrante (επίθ.)
massacrare (ρ. μτβ.)
massacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
massacro (ουσ αρσ )
massaggiare (ρ. μτβ.)
massaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
massaggiatrice (θηλ.ουσ)
massaggio (ουσ αρσ )
massaia (θηλ.ουσ)
massaio (ουσ αρσ )
massellare (ρ. μτβ.)
massellatura (θηλ.ουσ)
massello (ουσ αρσ )
masseria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---