Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mascolinizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maskolinidˈdzare]

δίνω αρσενικό χαρακτήρα

mascolinizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [maskolinidˈdzarsi]

1 γίνομαι άντρας
2 φτάνω στην αντρική ηλικία
3 ανδρειώνομαι
4 δυναμώνω
5 γίνομαι παλικάρι
6 αντρειώνομαι
7 ανδρώνομαι
8 γίνομαι άντρας
9 αντρώνομαι
10 αντρειεύομαι
11 αντρειεύω
12 αντρεύω
13 αντρεύομαι
14 αντρειώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mascolinità mascolinizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maschilista (ουσ αρσ )
maschilista (επίθ.)
maschio (ουσ αρσ )
maschio (επίθ.)
mascolinità (θηλ.ουσ)
mascolinizzare (ρ. μτβ.)
mascolinizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
mascolinizzazione (θηλ.ουσ)
mascolino (επίθ.)
mascone (ουσ αρσ )
mascotte (θηλ.ουσ)
maser (ουσ αρσ )
masnada (θηλ.ουσ)
masnadiere (ουσ αρσ )
masnadiero (ουσ αρσ )
maso (ουσ αρσ )
masochismo (ουσ αρσ )
masochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
masochistico (επίθ.)
masonite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---