Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaschiézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [masˈkjettsa] 1 παλικαριά 2 γενναιότητα 3 λεβεντιά 4 ασικλίκι 5 ανδροπρέπεια 6 αντροσύνη 7 ανδρισμός 8 αρρενωπότητα 9 αρρενοπρέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |