Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mascheràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maskeˈrato]

1 καλυμμένος
2 σκεπασμένος
3 συγκαλυμμένος
4 καμουφλαρισμένος
5 συγκεκαλυμμένος
6 κρυμμένος
7 μασκαρεμένος
8 μασκέ
9 μεταμφιεσμένος
10 μασκαράς
11 προσωπιδοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mascherata mascheratura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ballo [αρσ.] mascherato = το μπαλ μασκέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maschera (θηλ.ουσ)
mascheramento (ουσ αρσ )
mascherare (ρ. μτβ.)
mascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
mascherata (θηλ.ουσ)
mascherato (επίθ.)
mascheratura (θηλ.ουσ)
mascherina (θηλ.ουσ)
mascherone (ουσ αρσ )
maschetta (θηλ.ουσ)
maschiaccio (ουσ αρσ )
maschiare (ρ. μτβ.)
maschiatrice (θηλ.ουσ)
maschiatura (θηλ.ουσ)
maschietta (θηλ.ουσ)
maschiettare (ρ. μτβ.)
maschietto (ουσ αρσ )
maschiezza (θηλ.ουσ)
maschile (ουσ αρσ )
maschile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---