Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmascheróne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maskeˈrone] 1 μάσκα μεγάλη 2 παραμορφωμένο πρόσωπο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |