Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mascheràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maskeˈrare]

1 συγκαλύπτω
2 μασκαρεύω
3 παίρνω μέρος σε μασκαράτα
4 μεταμφιέζω
5 καλύπτω με μάσκα
6 καμουφλάρω
7 καλύπτω

mascherarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [maskeˈrarsi]

1 καλύπτομαι
2 μασκαρεύομαι
3 μεταμφιέζομαι
4 συγκαλύπτομαι
5 καμουφλάρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mascheramento mascherata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mascella (θηλ.ουσ)
mascellare (ουσ αρσ )
mascellare (επίθ.)
maschera (θηλ.ουσ)
mascheramento (ουσ αρσ )
mascherare (ρ. μτβ.)
mascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
mascherata (θηλ.ουσ)
mascherato (επίθ.)
mascheratura (θηλ.ουσ)
mascherina (θηλ.ουσ)
mascherone (ουσ αρσ )
maschetta (θηλ.ουσ)
maschiaccio (ουσ αρσ )
maschiare (ρ. μτβ.)
maschiatrice (θηλ.ουσ)
maschiatura (θηλ.ουσ)
maschietta (θηλ.ουσ)
maschiettare (ρ. μτβ.)
maschietto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---