Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmascellàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maʃʃelˈlare] γναθικό οστούν mascellàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [maʃʃelˈlare] 1 γναθικός 2 γναθιαίος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |