Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illibatézza (θηλ.ουσ) illuminàre (ρ. μτβ.)
illibàto (επίθ.) illuminarsi (ρ.μ. (αντων.))
illiberàle (επίθ.) illuminatìvo (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ) illuminàto (αρσ. επίθ και ουσ)
illiberalménte (επίρ.) illuminatóre (ουσ αρσ )
illiceità (θηλ.ουσ) illuminatóre (επίθ.)
illico et immediate (επίρ.) illuminazióne (θηλ.ουσ)
illimitataménte (επίρ.) illuminèllo (ουσ αρσ )
illimitatézza (θηλ.ουσ) illuminìsmo (ουσ αρσ )
illimitàto (επίθ.) illuminìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
illiquidìre (ρ.αμτβ.) illuminìstico (επίθ.)
Illìria (κύρ.όν. θηλ.) illuminòmetro (ουσ αρσ )
illìrico (αρσ. επίθ και ουσ) illuminotècnica (θηλ.ουσ)
illividiménto (ουσ αρσ ) illusióne (θηλ.ουσ)
illividìre (ρ.αμτβ.) illusionìsmo (ουσ αρσ )
illividìre (ρ. μτβ.) illusionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
illogicità (θηλ.ουσ) illusionìstico (επίθ.)
illògico (επίθ.) illusìvo (επίθ.)
illùdere (ρ. μτβ. και αμετβ.) illùso (ουσ αρσ )
illudersi (ρ.μ. (αντων.)) illùso (επίθ.)
illuditóre (ουσ αρσ ) illusòrio (επίθ.)
illume (επίθ.) illustràre (ρ. μτβ.)
illuminàbile (επίθ.) illustratìvo (επίθ.)
illuminaménto (ουσ αρσ ) illustràto (επίθ.)
illuminànte (αρσ. επίθ και ουσ) illustratóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: