Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ideològico (επίθ.) idolàtrico (επίθ.)
ideologìsmo (ουσ αρσ ) idoleggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ideòlogo (ουσ αρσ ) ìdolo (ουσ αρσ )
ideona (θηλ.ουσ) idoneaménte (επίρ.)
ìdi (θηλ. ουσ πληθ.) idoneità (θηλ.ουσ)
idillìaco (επίθ.) idòneo (επίθ.)
idìllico (επίθ.) ìdra (θηλ.ουσ)
idìllio (ουσ αρσ ) idràcido (ουσ αρσ )
idioelèttrico (επίθ.) idrànte (ουσ αρσ )
idiolètto (ουσ αρσ ) idrargìrio (ουσ αρσ )
idiòma (ουσ αρσ ) idrargirìsmo (ουσ αρσ )
idiomàtico (επίθ.) idràrtro (ουσ αρσ )
idiomòrfo (αρσ. επίθ και ουσ) idrartrosi (θηλ.ουσ)
idiopàtico (επίθ.) idratànte (επίθ.)
idiosincrasìa (θηλ.ουσ) idratàre (ρ. μτβ.)
idiòta (ουσ αρσ και θηλ.) idratazióne (θηλ.ουσ)
idiòta (επίθ.) idràto (ουσ αρσ )
idiotàggine (θηλ.ουσ) idràto (επίθ.)
idiotìsmo (ουσ αρσ ) idràulica (θηλ.ουσ)
idiotizzàre (ρ.αμτβ.) idràulico (ουσ αρσ )
idiotizzàre (ρ. μτβ.) idràulico (επίθ.)
idiozìa (θηλ.ουσ) idrazìna (θηλ.ουσ)
idolàtra (επίθ.) ìdria (θηλ.ουσ)
idolatràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ìdrico (επίθ.)
idolatrìa (θηλ.ουσ) idroaeroplàno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: