Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idrargirìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [idrarʤiˈrizmo]

1 δηλητηρίαση με υδράργυρο
2 υδραργυρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrargirio idrartro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idoneo (επίθ.)
idra (θηλ.ουσ)
idracido (ουσ αρσ )
idrante (ουσ αρσ )
idrargirio (ουσ αρσ )
idrargirismo (ουσ αρσ )
idrartro (ουσ αρσ )
idrartrosi (θηλ.ουσ)
idratante (επίθ.)
idratare (ρ. μτβ.)
idratazione (θηλ.ουσ)
idrato (ουσ αρσ )
idrato (επίθ.)
idraulica (θηλ.ουσ)
idraulico (ουσ αρσ )
idraulico (επίθ.)
idrazina (θηλ.ουσ)
idria (θηλ.ουσ)
idrico (επίθ.)
idroaeroplano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---