Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidrargirìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [idrarʤiˈrizmo] 1 δηλητηρίαση με υδράργυρο 2 υδραργυρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |