Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìdra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈidra]

1 λερναία ύδρα
2 αστερισμός της ύδρας
3 ύδρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idoneo idracido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolo (ουσ αρσ )
idoneamente (επίρ.)
idoneità (θηλ.ουσ)
idoneo (επίθ.)
idra (θηλ.ουσ)
idracido (ουσ αρσ )
idrante (ουσ αρσ )
idrargirio (ουσ αρσ )
idrargirismo (ουσ αρσ )
idrartro (ουσ αρσ )
idrartrosi (θηλ.ουσ)
idratante (επίθ.)
idratare (ρ. μτβ.)
idratazione (θηλ.ουσ)
idrato (ουσ αρσ )
idrato (επίθ.)
idraulica (θηλ.ουσ)
idraulico (ουσ αρσ )
idraulico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---