Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idoneità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [idoneiˈta]

1 δεινότητα
2 δυναμικότητα
3 επιτηδειότητα
4 δυνατότητα
5 επιδεξιότητα
6 ολκή
7 φόρμα
8 ικανότητα
9 αναλυτική ικανότητα
10 αξιοσύνη
11 κλίση
12 αξιότητα
13 καταλληλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idoneamente idoneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idolatria (θηλ.ουσ)
idolatrico (επίθ.)
idoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolo (ουσ αρσ )
idoneamente (επίρ.)
idoneità (θηλ.ουσ)
idoneo (επίθ.)
idra (θηλ.ουσ)
idracido (ουσ αρσ )
idrante (ουσ αρσ )
idrargirio (ουσ αρσ )
idrargirismo (ουσ αρσ )
idrartro (ουσ αρσ )
idrartrosi (θηλ.ουσ)
idratante (επίθ.)
idratare (ρ. μτβ.)
idratazione (θηλ.ουσ)
idrato (ουσ αρσ )
idrato (επίθ.)
idraulica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---