Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idolatrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [idolaˈtria]

1 λατρεία
2 ειδωλολατρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idolatrare idolatrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idiotizzare (ρ.αμτβ.)
idiotizzare (ρ. μτβ.)
idiozia (θηλ.ουσ)
idolatra (επίθ.)
idolatrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolatria (θηλ.ουσ)
idolatrico (επίθ.)
idoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolo (ουσ αρσ )
idoneamente (επίρ.)
idoneità (θηλ.ουσ)
idoneo (επίθ.)
idra (θηλ.ουσ)
idracido (ουσ αρσ )
idrante (ουσ αρσ )
idrargirio (ουσ αρσ )
idrargirismo (ουσ αρσ )
idrartro (ουσ αρσ )
idrartrosi (θηλ.ουσ)
idratante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---