Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidràrtro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈdrartro] 1 ύπαρξη νερού στην άρθρωση του γονάτου 2 υδράρθρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |