Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìdria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈidrja]

υδρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrazina idrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrato (επίθ.)
idraulica (θηλ.ουσ)
idraulico (ουσ αρσ )
idraulico (επίθ.)
idrazina (θηλ.ουσ)
idria (θηλ.ουσ)
idrico (επίθ.)
idroaeroplano (ουσ αρσ )
idrobiologia (θηλ.ουσ)
idrobiologico (επίθ.)
idrobiologo (ουσ αρσ )
idrocarbonato (ουσ αρσ )
idrocarburo (ουσ αρσ )
idrocefalia (θηλ.ουσ)
idrocefalico (αρσ. επίθ και ουσ)
idrocefalo (ουσ αρσ )
idrocefalo (επίθ.)
idrochinone (ουσ αρσ )
idroclassificatore (ουσ αρσ )
idrocoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---