Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidrànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈdrante] 1 στόμιο λήψης νερού 2 λήψη πυροσβεστική 3 κάνουλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |