Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idiotizzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [idjotidˈdzare]

χρησιμοποιώ ιδιωματισμούς

idiotizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [idjotidˈdzare]

κάνω κάποιον ηλίθιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idiotismo idiozia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idiosincrasia (θηλ.ουσ)
idiota (ουσ αρσ και θηλ.)
idiota (επίθ.)
idiotaggine (θηλ.ουσ)
idiotismo (ουσ αρσ )
idiotizzare (ρ.αμτβ.)
idiotizzare (ρ. μτβ.)
idiozia (θηλ.ουσ)
idolatra (επίθ.)
idolatrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolatria (θηλ.ουσ)
idolatrico (επίθ.)
idoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolo (ουσ αρσ )
idoneamente (επίρ.)
idoneità (θηλ.ουσ)
idoneo (επίθ.)
idra (θηλ.ουσ)
idracido (ουσ αρσ )
idrante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---