Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidiotizzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [idjotidˈdzare] χρησιμοποιώ ιδιωματισμούς idiotizzàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [idjotidˈdzare] κάνω κάποιον ηλίθιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |