Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idiosincrasìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,idjosinkraˈzia]

1 βδελυγμία
2 αποστροφή (για κάτι)
3 απέχθεια
4 σιχαμάρα
5 χαρακτήρας
6 κράση
7 ιδιοσυγκρασία
8 φυσικό
9 ταμπεραμέντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idiopatico idiota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idioletto (ουσ αρσ )
idioma (ουσ αρσ )
idiomatico (επίθ.)
idiomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
idiopatico (επίθ.)
idiosincrasia (θηλ.ουσ)
idiota (ουσ αρσ και θηλ.)
idiota (επίθ.)
idiotaggine (θηλ.ουσ)
idiotismo (ουσ αρσ )
idiotizzare (ρ.αμτβ.)
idiotizzare (ρ. μτβ.)
idiozia (θηλ.ουσ)
idolatra (επίθ.)
idolatrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolatria (θηλ.ουσ)
idolatrico (επίθ.)
idoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
idolo (ουσ αρσ )
idoneamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---