Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidiòma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈdjɔma] 1 ιδιωτισμός 2 ντοπιολαλιά 3 γλώσσα 4 ιδίωμα 5 διάλεκτος 6 ιδιωματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |