Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idìllio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdilljo]

1 ειδυλλιακή ζωή
2 βουκολικό δράμα
3 ερωτική σχέση
4 ερωτική ιστορία
5 ειδύλλιο (μουσικό)
6 ειδύλλιο (ποιητικό)
7 ειδύλλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idillico idioelettrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ideologo (ουσ αρσ )
ideona (θηλ.ουσ)
idi (θηλ. ουσ πληθ.)
idilliaco (επίθ.)
idillico (επίθ.)
idillio (ουσ αρσ )
idioelettrico (επίθ.)
idioletto (ουσ αρσ )
idioma (ουσ αρσ )
idiomatico (επίθ.)
idiomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
idiopatico (επίθ.)
idiosincrasia (θηλ.ουσ)
idiota (ουσ αρσ και θηλ.)
idiota (επίθ.)
idiotaggine (θηλ.ουσ)
idiotismo (ουσ αρσ )
idiotizzare (ρ.αμτβ.)
idiotizzare (ρ. μτβ.)
idiozia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---