Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

górbia (θηλ.ουσ) gottóso (επίθ.)
gordiàno (επίθ.) gourmet (ουσ αρσ )
gorgheggiaménto (ουσ αρσ ) governàbile (επίθ.)
gorgheggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) governabilità (θηλ.ουσ)
gorgheggiatóre (ουσ αρσ ) governàle (ουσ αρσ )
gorghéggio (ουσ αρσ ) governànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gòrgia (θηλ.ουσ) governàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgièra (θηλ.ουσ) governarsi (ρ.μ. (αντων.))
górgo (ουσ αρσ ) governatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
gorgogliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) governatoràto (ουσ αρσ )
gorgogliatóre (ουσ αρσ ) governatóre (ουσ αρσ )
gorgóglio (ουσ αρσ ) governatoriàle (επίθ.)
gorgoglióne (ουσ αρσ ) governatùra (θηλ.ουσ)
gòrgone, gorgòne, gorgóne (θηλ.ουσ) govèrno (ουσ αρσ )
gorgònia (θηλ.ουσ) gózzo (ουσ αρσ )
gorgonzòla (ουσ αρσ ) gozzovìglia (θηλ.ουσ)
gorgozzùle (ουσ αρσ ) gozzovigliàre (ρ.αμτβ.)
gorìlla (ουσ αρσ ) gozzùto (αρσ. επίθ και ουσ)
gòta (θηλ.ουσ) gracchiaménto (ουσ αρσ )
gòtico (επίθ.) gracchiàre (ρ.αμτβ.)
gòto (αρσ. επίθ και ουσ) gracchìo (ουσ αρσ )
gótta, gòtta (θηλ.ουσ) Gràcco (κύρ.όν. αρσ.)
gottàzza (θηλ.ουσ) gracidàre (ρ.αμτβ.)
gòtto (ουσ αρσ ) gracidìo (ουσ αρσ )
gottóso (ουσ αρσ ) gràcile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: