Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flebòtomo (ουσ αρσ ) flittène (θηλ.ουσ)
flèmma (θηλ.ουσ) flòcco (ουσ αρσ )
flemmàtico (επίθ.) flocculànte (επίθ.)
flèmmone (ουσ αρσ ) flocculàre (ρ.αμτβ.)
flemmonóso (επίθ.) flocculazióne (θηλ.ουσ)
flessìbile (αρσ. επίθ και ουσ) floèma (ουσ αρσ )
flessibilità (θηλ.ουσ) flogìstico (επίθ.)
flessìmetro (ουσ αρσ ) flogòsi, flògosi (θηλ.ουσ)
flessióne (θηλ.ουσ) flòra (θηλ.ουσ)
flessìvo (επίθ.) floràle (επίθ.)
flèsso (ουσ αρσ ) floreàle (αρσ. επίθ και ουσ)
flessóre (επίθ.) florìcolo (επίθ.)
flessorio (επίθ.) floricoltóre (ουσ αρσ )
flessuosità (θηλ.ουσ) floricoltùra (θηλ.ουσ)
flessuóso (επίθ.) floridézza (θηλ.ουσ)
flessùra (θηλ.ουσ) flòrido (επίθ.)
flèttere (ρ. μτβ. και αμετβ.) florilègio (ουσ αρσ )
flèttersi (ρ. μ. αμτβ.) floscézza (θηλ.ουσ)
flicòrno (ουσ αρσ ) flòscio (επίθ.)
flictene (θηλ.ουσ) flòtta (θηλ.ουσ)
flipper (ουσ αρσ ) flottàggio (ουσ αρσ )
flirt (ουσ αρσ ) flottànte (ουσ αρσ )
flirtàre (ρ.αμτβ.) flottànte (επίθ.)
fliscòrno (ουσ αρσ ) flottàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flit (ουσ αρσ ) flottazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: