Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflirt
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈflɛrt], [ˈflørt] 1 ερωτοτροπία 2 κόρτε 3 φλερτ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |