Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflɔkko]

1 αρτεμών
2 φλόκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flittene flocculante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flirt (ουσ αρσ )
flirtare (ρ.αμτβ.)
fliscorno (ουσ αρσ )
flit (ουσ αρσ )
flittene (θηλ.ουσ)
flocco (ουσ αρσ )
flocculante (επίθ.)
flocculare (ρ.αμτβ.)
flocculazione (θηλ.ουσ)
floema (ουσ αρσ )
flogistico (επίθ.)
flogosi (θηλ.ουσ)
flora (θηλ.ουσ)
florale (επίθ.)
floreale (αρσ. επίθ και ουσ)
floricolo (επίθ.)
floricoltore (ουσ αρσ )
floricoltura (θηλ.ουσ)
floridezza (θηλ.ουσ)
florido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---