ItalianoGreco


floreàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [floreˈale]

1 λουλουδάτος
2 ανθικός
3 λουλουδένιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---