Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flottàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [flotˈtadʤo]

1 προσθαλάσσωση υδροπλάνου
2 τροχοδρόμηση αεροσκάφους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flotta flottante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

florido (επίθ.)
florilegio (ουσ αρσ )
floscezza (θηλ.ουσ)
floscio (επίθ.)
flotta (θηλ.ουσ)
flottaggio (ουσ αρσ )
flottante (ουσ αρσ )
flottante (επίθ.)
flottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flottazione (θηλ.ουσ)
flottiglia (θηλ.ουσ)
flou (ουσ αρσ )
flou (επίθ.)
fluente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fluidamente (επίρ.)
fluidica (θηλ.ουσ)
fluidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fluidificazione (θηλ.ουσ)
fluidità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---