Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fluidificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [flujdifikatˈtsjone]

ρευστοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fluidificarsi fluidità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fluidamente (επίρ.)
fluidica (θηλ.ουσ)
fluidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fluidificazione (θηλ.ουσ)
fluidità (θηλ.ουσ)
fluido (ουσ αρσ )
fluido (επίθ.)
fluidodinamica (θηλ.ουσ)
fluire (ρ.αμτβ.)
fluitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluitazione (θηλ.ουσ)
fluorescente (επίθ.)
fluorescenza (θηλ.ουσ)
fluoridrico (επίθ.)
fluorina (θηλ.ουσ)
fluorite (θηλ.ουσ)
fluorizzazione (θηλ.ουσ)
fluoro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---