ItalianoGreco


fluitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [flujˈtare]

1 επιπλέω στη φορά της ροής
2 κινούμαι με σχεδία ή κανό ή καγιάκ στη ροή του ποταμού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---