Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fluitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [flujtatˈtsjone]

1 επίπλευση στη φορά του ρέματος
2 μετακίνηση με σχεδία ή κανό ή καγιάκ με τη ροή του ποταμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fluitare fluorescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluido (ουσ αρσ )
fluido (επίθ.)
fluidodinamica (θηλ.ουσ)
fluire (ρ.αμτβ.)
fluitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluitazione (θηλ.ουσ)
fluorescente (επίθ.)
fluorescenza (θηλ.ουσ)
fluoridrico (επίθ.)
fluorina (θηλ.ουσ)
fluorite (θηλ.ουσ)
fluorizzazione (θηλ.ουσ)
fluoro (ουσ αρσ )
fluorurazione (θηλ.ουσ)
fluoruro (ουσ αρσ )
flussione (θηλ.ουσ)
flusso (ουσ αρσ )
flussometro (ουσ αρσ )
flute (ουσ αρσ )
flutto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---