ItalianoGreco


flussióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [flusˈsjone]

1 συμφόρηση
2 συνεχής αλλαγή
3 υπεραιμία
4 κατάρρους
5 κρυολόγημα
6 ροή
7 καταρροή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---