Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flussióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [flusˈsjone]

1 συμφόρηση
2 συνεχής αλλαγή
3 υπεραιμία
4 κατάρρους
5 κρυολόγημα
6 ροή
7 καταρροή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fluoruro flusso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluorite (θηλ.ουσ)
fluorizzazione (θηλ.ουσ)
fluoro (ουσ αρσ )
fluorurazione (θηλ.ουσ)
fluoruro (ουσ αρσ )
flussione (θηλ.ουσ)
flusso (ουσ αρσ )
flussometro (ουσ αρσ )
flute (ουσ αρσ )
flutto (ουσ αρσ )
fluttuante (αρσ. επίθ και ουσ)
fluttuare (ρ.αμτβ.)
fluttuazione (θηλ.ουσ)
fluviale (επίθ.)
fobia (θηλ.ουσ)
fobico (αρσ. επίθ και ουσ)
foca (θηλ.ουσ)
focaccia (θηλ.ουσ)
focale (θηλ. επίθ και ουσ)
focalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---