Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòbico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔbiko]

φοβικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fobia foca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluttuante (αρσ. επίθ και ουσ)
fluttuare (ρ.αμτβ.)
fluttuazione (θηλ.ουσ)
fluviale (επίθ.)
fobia (θηλ.ουσ)
fobico (αρσ. επίθ και ουσ)
foca (θηλ.ουσ)
focaccia (θηλ.ουσ)
focale (θηλ. επίθ και ουσ)
focalizzare (ρ. μτβ.)
focalizzazione (θηλ.ουσ)
focatico (ουσ αρσ )
foce (θηλ.ουσ)
focena (θηλ.ουσ)
fochista (ουσ αρσ και θηλ.)
focolaio (ουσ αρσ )
focolare (ουσ αρσ )
focomelia (θηλ.ουσ)
focomelico (ουσ αρσ )
focomelico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---