ItalianoGreco


fluttuazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fluttuatˈtsjone]

1 επίπλευση
2 ανεβοκατέβασμα
3 αυξομείωση
4 σκαμπανέβασμα
5 σάλεμα
6 κούνημα
7 επαμφοτερισμός
8 αυξομείωση
9 ταλάντευση
10 διακύμανση
11 αμφιταλάντευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---