Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fluttuàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fluttuˈare]

1 ταλαντεύομαι
2 αμφιρρέπω
3 επιπλέω
4 διακυμαίνομαι
5 επαμφοτερίζω
6 λικνίζομαι
7 κυμαίνομαι
8 αμφιταλαντεύομαι
9 αυξομειώνω
10 σκαμπανεβάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fluttuante fluttuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flusso (ουσ αρσ )
flussometro (ουσ αρσ )
flute (ουσ αρσ )
flutto (ουσ αρσ )
fluttuante (αρσ. επίθ και ουσ)
fluttuare (ρ.αμτβ.)
fluttuazione (θηλ.ουσ)
fluviale (επίθ.)
fobia (θηλ.ουσ)
fobico (αρσ. επίθ και ουσ)
foca (θηλ.ουσ)
focaccia (θηλ.ουσ)
focale (θηλ. επίθ και ουσ)
focalizzare (ρ. μτβ.)
focalizzazione (θηλ.ουσ)
focatico (ουσ αρσ )
foce (θηλ.ουσ)
focena (θηλ.ουσ)
fochista (ουσ αρσ και θηλ.)
focolaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---