Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfocolàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fokoˈlajo] 1 τζάκι 2 θερμοκήπιο 3 εστία 4 έδαφος έτοιμο για ιδέες νέες 5 κέντρο μόλυνσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |