Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòggia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔdʤa]

1 αέρας ή στυλ
2 τρόπος
3 μορφή
4 κοινωνική συμπεριφορά
5 τρόπος συμπεριφοράς
6 τρόπος έκφρασης
7 κοψιά
8 στυλ
9 τρόπος δράσης
10 ύφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foga foggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foderare (ρ. μτβ.)
foderato (επίθ.)
foderatura (θηλ.ουσ)
fodero (ουσ αρσ )
foga (θηλ.ουσ)
foggia (θηλ.ουσ)
foggiare (ρ. μτβ.)
foggiatura (θηλ.ουσ)
foglia (θηλ.ουσ)
fogliaceo (επίθ.)
fogliame (ουσ αρσ )
fogliare (ρ.αμτβ.)
fogliato (επίθ.)
fogliazione (θηλ.ουσ)
foglietto (ουσ αρσ )
foglifero (επίθ.)
foglio (ουσ αρσ )
fogliolina (θηλ.ουσ)
fogna (θηλ.ουσ)
fognare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---