Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔʎʎo]

το φύλλο, η σελίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foglifero fogliolina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


foglio [αρσ.] rosa = η προσωρινή άδεια οδήγησης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fogliare (ρ.αμτβ.)
fogliato (επίθ.)
fogliazione (θηλ.ουσ)
foglietto (ουσ αρσ )
foglifero (επίθ.)
foglio (ουσ αρσ )
fogliolina (θηλ.ουσ)
fogna (θηλ.ουσ)
fognare (ρ. μτβ.)
fognatura (θηλ.ουσ)
foia (θηλ.ουσ)
foiba (θηλ.ουσ)
fola (θηλ.ουσ)
folade (θηλ.ουσ)
folaga (θηλ.ουσ)
folata (θηλ.ουσ)
folclore (ουσ αρσ )
folclorico (επίθ.)
folclorista (ουσ αρσ και θηλ.)
folcloristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---