Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfòiba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔjba] 1 τρύπα ασβεστολιθικής περιοχής 2 εδαφική κατακρήμνιση 3 καταβόθρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |