Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


folgoràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [folgoˈrare]

1 λάμπω
2 σπινθηροβολώ
3 αναλάμπω
4 αστράφτω
5 αστραποβολώ
6 αστράφτω λαμπερά

folgoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [folgoˈrare]

1 κεραυνοβολώ
2 εκτελώ με ηλεκτρικό ρεύμα (σε ηλεκτρική καρέκλα)
3 στραβώνω με τα φώτα
4 θαμπώνω
5 τυφλώνω με τα φώτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  folgorante folgorazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folclore (ουσ αρσ )
folclorico (επίθ.)
folclorista (ουσ αρσ και θηλ.)
folcloristico (επίθ.)
folgorante (επίθ.)
folgorare (ρ.αμτβ.)
folgorare (ρ. μτβ.)
folgorazione (θηλ.ουσ)
folgore (θηλ.ουσ)
folgorite (θηλ.ουσ)
folk (αρσ. επίθ και ουσ)
folklore (ουσ αρσ )
folla (θηλ.ουσ)
follare (ρ. μτβ.)
follatore (ουσ αρσ )
follatrice (θηλ.ουσ)
follatura (θηλ.ουσ)
folle (ουσ αρσ και θηλ.)
folle (επίθ.)
folleggiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---