Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


folgorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [folgoratˈtsjone]

1 εκτέλεση στην ηλεκτρική καρέκλα
2 λάμψη αστραπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  folgorare folgore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folclorista (ουσ αρσ και θηλ.)
folcloristico (επίθ.)
folgorante (επίθ.)
folgorare (ρ.αμτβ.)
folgorare (ρ. μτβ.)
folgorazione (θηλ.ουσ)
folgore (θηλ.ουσ)
folgorite (θηλ.ουσ)
folk (αρσ. επίθ και ουσ)
folklore (ουσ αρσ )
folla (θηλ.ουσ)
follare (ρ. μτβ.)
follatore (ουσ αρσ )
follatrice (θηλ.ουσ)
follatura (θηλ.ουσ)
folle (ουσ αρσ και θηλ.)
folle (επίθ.)
folleggiamento (ουσ αρσ )
folleggiare (ρ.αμτβ.)
follemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---