Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


folclorìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [folkloˈrista]

σπουδαστής λαογραφίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  folclorico folcloristico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

folade (θηλ.ουσ)
folaga (θηλ.ουσ)
folata (θηλ.ουσ)
folclore (ουσ αρσ )
folclorico (επίθ.)
folclorista (ουσ αρσ και θηλ.)
folcloristico (επίθ.)
folgorante (επίθ.)
folgorare (ρ.αμτβ.)
folgorare (ρ. μτβ.)
folgorazione (θηλ.ουσ)
folgore (θηλ.ουσ)
folgorite (θηλ.ουσ)
folk (αρσ. επίθ και ουσ)
folklore (ουσ αρσ )
folla (θηλ.ουσ)
follare (ρ. μτβ.)
follatore (ουσ αρσ )
follatrice (θηλ.ουσ)
follatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---