Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfognatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [foɲɲaˈtura] 1 υπόνομοι 2 αποχέτευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |