ItalianoGreco


fòia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔja]

1 οίστρος
2 σεξουαλική επιθυμία
3 καύλα
4 σεξουαλική έξαψη
5 σεξουαλική ορμή
6 σεξουαλικός πόθος
7 σεξουαλική ανάγκη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---