fòia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔja]
1 οίστρος
2 σεξουαλική επιθυμία
3 καύλα
4 σεξουαλική έξαψη
5 σεξουαλική ορμή
6 σεξουαλικός πόθος
7 σεξουαλική ανάγκη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔja]
1 οίστρος
2 σεξουαλική επιθυμία
3 καύλα
4 σεξουαλική έξαψη
5 σεξουαλική ορμή
6 σεξουαλικός πόθος
7 σεξουαλική ανάγκη
permalink
foia (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android